νεοδμής: Difference between revisions
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />nouvellement marié.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δαμάω]]. | |btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />nouvellement marié.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δαμάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοδμής]], ὁ και ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για άλογα) αυτός που έχει δαμαστεί πρόσφατα<br /><b>2.</b> (για γάμο) αυτός που έγινε πρόσφατα («ἀλλ' [[ὕβρις]] οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δμής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>δμᾱ</i>- του [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]», <b>πρβλ.</b> [[δμητός]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>δμής</i>: <i>ά</i>-<i>δμητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, = sq.,
A newly tamed, πῶλος h.Ap.231; ν. γάμοι a newly formed marriage, E.Med.1366.
German (Pape)
[Seite 241] ῆτος, = Folgdm; πῶλος, H. h. Apoll. 231; γάμοι, der neue Hochzeitbund, Eur. Med. 1366.
Greek (Liddell-Scott)
νεοδμής: ῆτος, ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., ὁ νεωστὶ δαμασθείς, ἡμερωθείς, πῶλος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 231· ν. γάμος, γάμος νεωστὶ συναφθείς, Εὐρ. Μήδ. 1366.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
nouvellement marié.
Étymologie: νέος, δαμάω.
Greek Monolingual
νεοδμής, ὁ και ἡ (Α)
1. (για άλογα) αυτός που έχει δαμαστεί πρόσφατα
2. (για γάμο) αυτός που έγινε πρόσφατα («ἀλλ' ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δμής (< θ. δμᾱ- του δάμνημι «δαμάζω», πρβλ. δμητός), πρβλ. α-δμής: ά-δμητος].