ὀτραλέος: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />rapide, agile.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὀτρηρός]]. | |btext=α, ον :<br />rapide, agile.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὀτρηρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀτραλέος]], -η, -ον (Α)<br />[[οτρηρός]].<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀτραλέως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀξέως]], δραστικῶς, ἐνεργῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>ὀτραλέως</i> μαρτυρείται ήδη στην [[Ιλιάδα]], ενώ το επίθ. [[ὀτραλέος]] μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[οτρύνω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, (cf. ὀτρύνω)
A = ὀτρηρός, Opp.H.2.273, Q.S.11.107:— used by Hom. and Hes. only in Adv. -έως, quickly, readily, Il.3.260, Od.19.100, Hes.Sc.410, Sapph.Supp.20a.11, A.R.1.1210.
German (Pape)
[Seite 405] hurtig, emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίθοντο, Il. 3, 260, παρὰ δεῖπνον ἔθηκας αἶψα καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ μόρον κέλε υθοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
rapide, agile.
Étymologie: cf. ὀτρηρός.
Greek Monolingual
ὀτραλέος, -η, -ον (Α)
οτρηρός.
επίρρ...
ὀτραλέως (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξέως, δραστικῶς, ἐνεργῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀτραλέως μαρτυρείται ήδη στην Ιλιάδα, ενώ το επίθ. ὀτραλέος μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. βλ. λ. οτρύνω)].