ἐξαναβρύω: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(Bailly1_2)
(big3_15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. ao. poét.</i> [[ἐξαμβρῦσαι]];<br />faire jaillir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], ἀναβρύω.
|btext=<i>inf. ao. poét.</i> [[ἐξαμβρῦσαι]];<br />faire jaillir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], ἀναβρύω.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἐξαμβρ- A.<i>Eu</i>.925<br />[[hacer brotar]], [[hacer florecer]] τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι A.l.c., ἐξ ἀδήλων πηγῶν ἐξαναβρύει χύσεις Tz.<i>H</i>.6.73.
}}
}}

Revision as of 12:31, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναβρύω Medium diacritics: ἐξαναβρύω Low diacritics: εξαναβρύω Capitals: ΕΞΑΝΑΒΡΥΩ
Transliteration A: exanabrýō Transliteration B: exanabryō Transliteration C: eksanavryo Beta Code: e)canabru/w

English (LSJ)

causal of foreg., τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι (Pauw for ἐξαμβρόσαι)

   A cause happiness to spring forth from the earth, A.Eu.925 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 867] nur ἐξαμβρῦσαι Aesch. Eum. 885, hervorquellen lassen, hervorlocken.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναβρύω: κάμνω νὰ ἀναβρύσῃ τι ἔκ τινος, ᾇτ’ ἐγὼ κατεύχομαι... ἐπισσύτους βίου τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι φαιδρὸν ἁλίου σέλας, διὸ ἐγὼ κατεύχομαι τὸ φαιδρὸν σέλας τοῦ ἡλίου νὰ κάμῃ τὴν γῆν ν’ ἀναβρύσῃ ἐν ἀφθονίᾳ ἀγαθὰ χρήσιμα εἰς τὸν βίον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 925· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἐξαμβρόσαι, ὅπερ οὐδὲν δηλοῖ. Ὁ Scholefield εἰκάζει ἐξαμβράσαι, ὁ Δινδόρφιος προτείνει ἐξαμβρόξαι (ἴδε *βρόχω).

French (Bailly abrégé)

inf. ao. poét. ἐξαμβρῦσαι;
faire jaillir.
Étymologie: ἐξ, ἀναβρύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐξαμβρ- A.Eu.925
hacer brotar, hacer florecer τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι A.l.c., ἐξ ἀδήλων πηγῶν ἐξαναβρύει χύσεις Tz.H.6.73.