ἐξήλυσις: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_2) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) ; <i>gén. ion.</i> ιος;<br />sortie.<br />'''Étymologie:''' ἐξελεύσομαι, <i>f. de</i> [[ἐξέρχομαι]]. | |btext=εως (ἡ) ; <i>gén. ion.</i> ιος;<br />sortie.<br />'''Étymologie:''' ἐξελεύσομαι, <i>f. de</i> [[ἐξέρχομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξήλυσις]], η (Α) [[ἡλυσις]]<br />[[έξοδος]], [[διέξοδος]] («οὐκ ἔχοντες ἐξήλυσιν ἐκ τοῡ ἄστεος», <b>Ηρόδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A way out, outlet, τοῦ πυρὸς οὐκ ἔχοντος (nisi leg. -τες) ἐξήλυσιν ἐκ τοῦ ἄστεος Hdt.5.101; of a river, ἔχοντος οὐδαμῇ ἐ. Id.3.117; ἐ. ἐς θάλασσαν κατήκουσα Id.7.130.
German (Pape)
[Seite 881] ἡ, der Ausgang, Her 3, 117. 7, 130.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξήλῠσις: -εως, ἡ, ἔξοδος, τοῦ πυρὸς οὐκ ἔχοντος ἐξήλυσιν ἐκ τοῦ ἄστεος Ἡρόδ. 5. 101· ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχοντος οὐδαμῇ ἐξ 3. 117· ἐξ. ἐς θάλασσαν κατήκουσα 7. 130.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) ; gén. ion. ιος;
sortie.
Étymologie: ἐξελεύσομαι, f. de ἐξέρχομαι.
Greek Monolingual
ἐξήλυσις, η (Α) ἡλυσις
έξοδος, διέξοδος («οὐκ ἔχοντες ἐξήλυσιν ἐκ τοῡ ἄστεος», Ηρόδ.).