ἐριστός: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />sur qui <i>ou</i> sur quoi l’on dispute <i>ou</i> l’on peut disputer : τινι avec qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐρίζω]].
|btext=ή, όν :<br />sur qui <i>ou</i> sur quoi l’on dispute <i>ou</i> l’on peut disputer : τινι avec qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐρίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριστός]], -ή, -όν (Α) [[ερίζω]]<br />αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῑ τοῑς δυνατοῑς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν [[πρέπει]] να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριστός Medium diacritics: ἐριστός Low diacritics: εριστός Capitals: ΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eristós Transliteration B: eristos Transliteration C: eristos Beta Code: e)risto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be contested, τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν such contests cannot be waged with the powerful, so as to engage with them, S.El.220 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1031] bestritten, streitig, ἐριστὰ πλάθειν τινί, Einem im Streite nahen, Soph. El. 220.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριστός: -ή, -όν, περὶ οὗ φιλονεικεῖ τις, τὰ δὲ τοῖς (δεῖ τοι Mekler) δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν, «τοῖς κρατοῦσιν οὐ δι’ ἔριδος δεῖ εἰς ταῦτα προσπελάζειν» (Σχολ.), Σοφ. Ἠλ. 220.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sur qui ou sur quoi l’on dispute ou l’on peut disputer : τινι avec qqn.
Étymologie: adj. verb. de ἐρίζω.

Greek Monolingual

ἐριστός, -ή, -όν (Α) ερίζω
αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῑ τοῑς δυνατοῑς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.).