θεόκλυτος: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
(Bailly1_3) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui implore les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[κλύω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui implore les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[κλύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεόκλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς<br /><b>2.</b> αυτός που εισακούστηκε από τον θεό<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[θεία]] [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλύω]] «[[ακούω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κλυτος</i>, <i>ονομά</i>-<i>κλυτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A calling on the gods, θ. λιταί A. Th.143 (lyr.). II Pass., heard by God, expl. of Ishmael, J.AJ1.10.4.
German (Pape)
[Seite 1196] Gott um Erhörung anrufend, λίται Aesch. Spt. 131. – Von Gott erhört, Ios. 1, 33.
Greek (Liddell-Scott)
θεόκλῠτος: -ον, ἐπικαλούμενος τοὺς θεούς, θ. λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 143. 2) ὁ εἰσακουσθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἰώσηπ. 1. 83.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui implore les dieux.
Étymologie: θεός, κλύω.
Greek Monolingual
θεόκλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς
2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό
3. αυτός που έχει θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. ά-κλυτος, ονομά-κλυτος].