ἠπιοδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourné doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[δινέω]].
|btext=ος, ον :<br />tourné doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[δινέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠπῐοδίνητος:''' [ῑ], -ον ([[δινέω]]), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐοδίνητος Medium diacritics: ἠπιοδίνητος Low diacritics: ηπιοδίνητος Capitals: ΗΠΙΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ēpiodínētos Transliteration B: ēpiodinētos Transliteration C: ipiodinitos Beta Code: h)piodi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον,

   A softly-rolling, βλέφαρα AP5.249 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπῐοδίνητος: ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné doucement.
Étymologie: ἤπιος, δινέω.

Greek Monotonic

ἠπῐοδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.