ἱρωσύνη: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion. c.</i> ἱεροσύνη. | |btext=<i>ion. c.</i> ἱεροσύνη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱρωσύνη]], ἡ (Α)<br />(ιων. τ. του [[ιερωσύνη]]) ιερατικό [[αξίωμα]] («τεμένεα ἐξελῶν καὶ ἱρωσύνας τὰ ἄλλα [[πάντα]] τὰ πρότερον εἶχον βασιλέες», <b>Ηρόδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, Ion. for ἱερωσύνη,
A priesthood, v.l. in Hdt.4.161.
German (Pape)
[Seite 1262] ἡ, ion. = ἱερωσύνη, Priesteramt, Her. 4, 161. 6, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἱρωσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἱερωσύνη, ἱερατικὸν ἀξίωμα, Ἡρόδ. 4. 161.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱεροσύνη.
Greek Monolingual
ἱρωσύνη, ἡ (Α)
(ιων. τ. του ιερωσύνη) ιερατικό αξίωμα («τεμένεα ἐξελῶν καὶ ἱρωσύνας τὰ ἄλλα πάντα τὰ πρότερον εἶχον βασιλέες», Ηρόδ.).