ἰσόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυξ]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόζυγος]], -ον)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με άλλον, [[ισοβαρής]], [[ισόσταθμος]], [[ισοζυγής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο [[πρόσωπο]] με άλλον («ἰσόζυγον [[ῥῆμα]]» — το [[ρήμα]] που έχει [[αντικείμενο]] το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, [[δηλαδή]] που [[είναι]] το ίδιο [[πρόσωπο]] με το [[υποκείμενο]] του, π.χ., [[διδάσκω]] ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>ζυγος</i>, <i>νεό</i>-<i>ζυγος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόζῠγος Medium diacritics: ἰσόζυγος Low diacritics: ισόζυγος Capitals: ΙΣΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: isózygos Transliteration B: isozygos Transliteration C: isozygos Beta Code: i)so/zugos

English (LSJ)

ον, Gramm.,

   A of the same number and person, ῥῆμα A.D.Pron.69.8.    II gloss on ἀντίζυγα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1264] dasselbe, υἱέα τιμήσουσιν ἰσόζυγον ᾧ γενετῆρι Nonn. par. 5, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόζῠγος: -ον, καὶ ἰσόζυξ, γεν. ῠγος, ὁ, ἡ, ἴσος καθ’ ὅλα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 85. 2) ἰσόζυγον ῥῆμα, τὸ λαμβάνον ἀντικείμενον ταυτοπροσωποῦν ἑαυτῷ, ὡς π. χ., τύπτω ἑμαυτόν, τύπτεις σεαυτὸν Ἀπολλώνιος Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 348Α. 3) = ἰσοβαρής, Ἐπιφάν. ΙΙ. 33Α. 253Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἰσόζυξ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόζυγος, -ον)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον, ισοβαρής, ισόσταθμος, ισοζυγής
αρχ.
γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πρόσωπο με άλλον («ἰσόζυγον ῥῆμα» — το ρήμα που έχει αντικείμενο το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, δηλαδή που είναι το ίδιο πρόσωπο με το υποκείμενο του, π.χ., διδάσκω ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ετερό-ζυγος, νεό-ζυγος].