κατάχαρμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sujet de joie ; <i>en mauv. part</i> jouet de, objet de moquerie.<br />'''Étymologie:''' [[καταχαίρω]].
|btext=ατος (τό) :<br />sujet de joie ; <i>en mauv. part</i> jouet de, objet de moquerie.<br />'''Étymologie:''' [[καταχαίρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάχαρμα]], τὸ (Α) [[καταχαίρω]]<br /><b>1.</b> [[πράγμα]] ή [[πράξη]] που προκαλεί [[χαρά]]<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ή [[πράγμα]] που προκαλεί σκωπτικό [[γέλιο]], [[περίγελος]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχαρμα Medium diacritics: κατάχαρμα Low diacritics: κατάχαρμα Capitals: ΚΑΤΑΧΑΡΜΑ
Transliteration A: katácharma Transliteration B: katacharma Transliteration C: katacharma Beta Code: kata/xarma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mockery, ἐχθροῖς Thgn.1107.

German (Pape)

[Seite 1390] τό, Schadenfreude, ἐχθροῖς, den Feinden ein Gegenstand schadenfrohes Hohns, Theogn. 1103.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχαρμα: τό, ἀντικείμενον χαρᾶς, περίγελως, Λατ. ludibrium, ἐχθροῖς, ἐφ’ ᾧ καταχαίρουσιν οἱ ἐχθροί, Θέογν. 1107.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet de joie ; en mauv. part jouet de, objet de moquerie.
Étymologie: καταχαίρω.

Greek Monolingual

κατάχαρμα, τὸ (Α) καταχαίρω
1. πράγμα ή πράξη που προκαλεί χαρά
2. άνθρωπος ή πράγμα που προκαλεί σκωπτικό γέλιο, περίγελος.