κατειλίχατο: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(Bailly1_3)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[καθελίσσω]].
|btext=v. [[καθελίσσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατειλίχᾰτο:''' Ιων. αντί καθειλιγμένοι [[ἦσαν]], γʹ πληθ. υπερσ. του [[καθελίσσω]].
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. καθελίσσω.

Greek Monotonic

κατειλίχᾰτο: Ιων. αντί καθειλιγμένοι ἦσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του καθελίσσω.