κτήσιππος: Difference between revisions

From LSJ

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui possède des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]], [[ἵππος]].
|btext=ος, ον :<br />qui possède des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]], [[ἵππος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κτήσιππος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτησ</i>- του <i>κτῶμαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κτήσις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζεύξ</i>-<i>ιππος</i>, <i>κρατήσ</i>-<i>ιππος</i>). Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτήσιππος Medium diacritics: κτήσιππος Low diacritics: κτήσιππος Capitals: ΚΤΗΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: ktḗsippos Transliteration B: ktēsippos Transliteration C: ktisippos Beta Code: kth/sippos

English (LSJ)

ον,

   A possessing horses, pr. n. in Od., cf. Luc.Fug.26.

German (Pape)

[Seite 1519] Pferde besitzend, vgl. Luc. Fugit. 26. – S. Nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κτήσιππος: -ον, ἔχων ἵππους· κύρ. ὄνομ. ἐν τῇ Ὀδ., πρβλ. Λουκ. Δραπ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui possède des chevaux.
Étymologie: κτάομαι, ἵππος.

Greek Monolingual

κτήσιππος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- του κτῶμαι (πρβλ. κτήσις) + ἵππος (πρβλ. ζεύξ-ιππος, κρατήσ-ιππος). Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].