μακραίων: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui dure longtemps;<br /><b>2</b> qui vit longtemps, vieux ; immortel.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[αἰών]]. | |btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui dure longtemps;<br /><b>2</b> qui vit longtemps, vieux ; immortel.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[αἰών]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α [[μακραίων]], -ωνος)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, [[μακροχρόνιος]] (α. «η μακραίωνη [[ιστορία]]» β. «[[μακραίων]] [[βίος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ζει [[πολλά]] [[χρόνια]], [[μακρόβιος]], [[πολύχρονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἰών]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>αίων</i>, <i>ευ</i>-<i>αίων</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ,
A lasting long, βίος A.Fr.350 (dub.), S.OT518; μακραίωνι . . σχολᾷ Id.Aj.193 (lyr.). 2 of persons, long-lived, aged, Id.OC152 (lyr.); Μοῖραι μ. Id.Ant.987 (lyr.); τίς τῶν μ.; who of the immortals? Id.OT1099 (lyr.); μ. λαός Tim.Pers.219; of the stars, Corn.ND17.
Greek (Liddell-Scott)
μακραίων: -ωνος, ὁ, ἡ, (μακρὸς) διαρκῶν ἐπὶ πολύ, μακροχρόνιος, πολυχρόνιος, βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281, Σοφ. Ο. Τ. 518· μακραίωνι... σχολᾷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 194, ἔνθα (καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Δινδ.) τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ λέξιν τινὰ ὡς π.χ.: μακρᾱμέρῳ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μακρόβιος, Σοφ. Ο. Κ. 150· Μοῖραι μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 987· τίς τᾶν μακραιώνων, δηλ. τῶν Νυμφῶν, αἵτινες καί περ μὴ οὖσαι αθάνατοι, ἦσαν μακρόβιοι σφόδρα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1099.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
1 qui dure longtemps;
2 qui vit longtemps, vieux ; immortel.
Étymologie: μακρός, αἰών.
Greek Monolingual
ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α μακραίων, -ωνος)
1. αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, μακροχρόνιος (α. «η μακραίωνη ιστορία» β. «μακραίων βίος», Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος, πολύχρονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + αἰών (πρβλ. δυσ-αίων, ευ-αίων)].