μελαμπέταλος: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux feuilles noires.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[πέταλον]].
|btext=ος, ον :<br />aux feuilles noires.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[πέταλον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελαμπέταλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκοτεινόχρωμα πέταλα, σκούρα φύλλα («δάφνης κλῶνα μελαμπέταλον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέταλον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-[[πέταλος]], <i>χρυσο</i>-[[πέταλος]])].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπέτᾰλος Medium diacritics: μελαμπέταλος Low diacritics: μελαμπέταλος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΕΤΑΛΟΣ
Transliteration A: melampétalos Transliteration B: melampetalos Transliteration C: melampetalos Beta Code: melampe/talos

English (LSJ)

ον,

   A dark-leaved, κλών AP4.1.14 (Mel.), 9.307 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 118] schwarzblätterig, δάφνης κλών, Mel. 1 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπέτᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μαῦρα, σκοτεινὰ πέταλα, φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 14, πρβλ. 9. 307.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux feuilles noires.
Étymologie: μέλας, πέταλον.

Greek Monolingual

μελαμπέταλος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκοτεινόχρωμα πέταλα, σκούρα φύλλα («δάφνης κλῶνα μελαμπέταλον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέταλον (πρβλ. ελικο-πέταλος, χρυσο-πέταλος)].