μεταλλευτής: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />mineur.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />mineur.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μεταλλευτής]]) [[μεταλλεύω]]<br />αυτός που αναζητεί και εξορύσσει [[μετάλλευμα]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταλλουργικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who searches for metals or water, miner, Str.9.2.18, 15.1.30, Man.4.259. 2 metallurgist, Procl.Par.Ptol.250 (pl.).
German (Pape)
[Seite 149] ὁ, der nach Metallen und andern Fossilien, auch Wasser unter der Erde sucht, der Bergmann, Minirer, Strab. IX, 407 u. a. Sp., wie Man. 4, 259; – μεταλλευτὴς λίθων, Moeris.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀναζητῶν μέταλλα ἢ ὕδωρ, μεταλλουργός, Στράβ. 407, 700· ― Ποιητ. μεταλλευτήρ, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασ. 621.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
mineur.
Étymologie: μεταλλεύω.
Greek Monolingual
ο (Α μεταλλευτής) μεταλλεύω
αυτός που αναζητεί και εξορύσσει μετάλλευμα, μεταλλωρύχος
αρχ.
μεταλλουργικός.