μισθαρνητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les mercenaires <i>ou</i> le travail des mercenaires.<br />'''Étymologie:''' [[μισθαρνέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les mercenaires <i>ou</i> le travail des mercenaires.<br />'''Étymologie:''' [[μισθαρνέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μισθαρνητικός]], -ή, -όν (Α) [[μισθαρνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μισθαρνία]], ο [[μισθοφορικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μισθαρνητική</i><br />[[επάγγελμα]] που αποφέρει [[μισθό]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθαρνητικόν</i><br />το να λαμβάνει [[κανείς]] [[μισθό]], η [[λήψη]] μισθού.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρνητικός Medium diacritics: μισθαρνητικός Low diacritics: μισθαρνητικός Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mistharnētikós Transliteration B: mistharnētikos Transliteration C: mistharnitikos Beta Code: misqarnhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for hired work, mercenary: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.R.346b, 346d; μισθαρνευτικόν is f.l. in Id.Sph. 222d.

German (Pape)

[Seite 190] ή, όν, um Lohn dienend, ἡ μὲν ἰατρικὴ ὑγίειαν ποιεῖ, ἡ δὲ μισθαρνητικὴ μισθόν, Plat. Rep. I, 346 d u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνητικός: -ή, -όν, ὁ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον ἐπὶ μισθῷ ἡ -κή (δηλ. τέχνη) τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἐπὶ μισθῷ ἐργαζομένου, Πλάτ. Πολ. 346Β. D· ἐν Σοφιστ. 222D, τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι: μισθαρνευτικόν.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les mercenaires ou le travail des mercenaires.
Étymologie: μισθαρνέω.

Greek Monolingual

μισθαρνητικός, -ή, -όν (Α) μισθαρνώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθαρνία, ο μισθοφορικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθαρνητική
επάγγελμα που αποφέρει μισθό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθαρνητικόν
το να λαμβάνει κανείς μισθό, η λήψη μισθού.