νήκεστος: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />incurable.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἀκέομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />incurable.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἀκέομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νήκεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν θεραπεύεται, ο [[ανίατος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νήκεστον</i><br />ανίατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] «[[θεραπεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>άκεστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (νη-, ἀκέομαι)
A incurable, neut. as Adv., incurably, ὅς κε . . νήκεστον ἀασθῇ ib. 283.
German (Pape)
[Seite 251] unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.
Greek (Liddell-Scott)
νήκεστος: -ον, (νη-, ἀκέομαι) ἀνίατος, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incurable.
Étymologie: νη-, ἀκέομαι.
Greek Monolingual
νήκεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον
ανίατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ-άκεστος].