τρικόρωνος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vit trois fois l’âge d’une corneille.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κορώνη]].
|btext=ος, ον :<br />qui vit trois fois l’âge d’une corneille.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κορώνη]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της κουρούνας, ο πολύ [[γέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόρωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] «[[κουρούνα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>χόρωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικόρωνος Medium diacritics: τρικόρωνος Low diacritics: τρικόρωνος Capitals: ΤΡΙΚΟΡΩΝΟΣ
Transliteration A: trikórōnos Transliteration B: trikorōnos Transliteration C: trikoronos Beta Code: triko/rwnos

English (LSJ)

ον,

   A thrice a crow's age, AP11.69 (Lucill.), Alciphr.1.28, AP5.288 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόρωνος: -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριπλασίαν τῆς ἡλικίας κορώνης, ὑπεργήρως, Ἀνθ. Π. 5. 289., 11. 69, καὶ οὕτω διορθοῦται παρὰ τῷ Ἀλκίφρονι 1. 28 ἀντὶ τρίκουρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit trois fois l’âge d’une corneille.
Étymologie: τρεῖς, κορώνη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια της κουρούνας, ο πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετρα-χόρωνος].