ὀνομακλυτός: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />au nom célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]], [[κλυτός]]. | |btext=ή, όν :<br />au nom célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]], [[κλυτός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνομάκλυτος]], -ον, θηλ. και -α (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[δόξα]] σε κάποιον, που καθιστά κάποιον ξακουστό, περίφημο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομα]] <span style="color: red;">+</span> [[κλυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλύω]] «[[ακούω]], [[προσέχω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 349] mit berühmtem Namen, berühmt; Il. 22, 51; Ibyc. 12, nach Emend.; Pind. frg. 279; in ion. Form οὐνομακλυτός, Simonds de mul. 87.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομακλῠτός: -όν, ὁ ἔχων ἔνδοξον ὄνομα, Ἰλ. Χ. 51 (ἔνθα ὁ Heyne διῃρημένως: ὄνομα κλυτός), Ἴβυκ. 9, Πινδ. Ἀποσπ. 279. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ δοξάζων, δόξαν παρέχων, Σιμμ. ἐν Brunck’s Anal. 2, σ. 525.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
au nom célèbre.
Étymologie: ὄνομα, κλυτός.
Greek Monolingual
ὀνομάκλυτος, -ον, θηλ. και -α (Α)
(ποιητ. τ.)
1. περιώνυμος, ξακουστός
2. αυτός που παρέχει δόξα σε κάποιον, που καθιστά κάποιον ξακουστό, περίφημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα + κλυτός (< κλύω «ακούω, προσέχω»)].