νουθετητέος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νουθετέω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νουθετέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νουθετητέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>νουθετητέον</i>, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετητέος Medium diacritics: νουθετητέος Low diacritics: νουθετητέος Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΤΕΟΣ
Transliteration A: nouthetētéos Transliteration B: nouthetēteos Transliteration C: nouthetiteos Beta Code: nouqethte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be admonished, E.Ba.1256, Ion 436.    2 νουθετητέον, one must warn, Arist.Pol.1260b6.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετητέος: -α, -ον, ῥημ. επίθ., ἐπίθ. ὃν δεῖ νουθετεῖν, Εὐρ. Βάκχ. 1256, Ἴων 436. 2) νουθετητέον, δεῖ νουθετεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 13, 14.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de νουθετέω.

Greek Monotonic

νουθετητέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.
2. νουθετητέον, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ.