οἰωνόθροος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui retentit du chant des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[θρέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui retentit du chant des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[θρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰωνόθροος:''' -ον, αυτός που ανήκει στην [[κραυγή]] των πουλιών, οἰωνοθρόος [[γόος]], θρηνητική [[κραυγή]] των πουλιών, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνόθροος Medium diacritics: οἰωνόθροος Low diacritics: οιωνόθροος Capitals: ΟΙΩΝΟΘΡΟΟΣ
Transliteration A: oiōnóthroos Transliteration B: oiōnothroos Transliteration C: oionothroos Beta Code: oi)wno/qroos

English (LSJ)

ον,

   A of the cry of birds, οἰ. γόος the wailing cry of birds,A.Ag.56(anap.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνόθροος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κραυγὴν τῶν πτηνῶν, οἰ. γόος, ἡ γοερὰ κραυγὴ τῶν πτηνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui retentit du chant des oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, θρέω.

Greek Monotonic

οἰωνόθροος: -ον, αυτός που ανήκει στην κραυγή των πουλιών, οἰωνοθρόος γόος, θρηνητική κραυγή των πουλιών, σε Αισχύλ.