Ὀλυμπιεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> le sanctuaire de Zeus Olympien, <i>à Athènes</i>;<br /><b>2</b> Olympieion, <i>bourg de Sicile, près de Syracuse</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Ὀλύμπιος]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> le sanctuaire de Zeus Olympien, <i>à Athènes</i>;<br /><b>2</b> Olympieion, <i>bourg de Sicile, près de Syracuse</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Ὀλύμπιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ὀλυμπιεῖον:''' ή Ὀλυμπίειον, τό, [[ναός]] του Ολυμπίου [[Διός]], σε Θουκ., Πλάτ.· λανθασμένη [[γραφή]], <i>Ὀλύμπιον</i>.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλυμπιεῖον Medium diacritics: Ὀλυμπιεῖον Low diacritics: Ολυμπιείον Capitals: ΟΛΥΜΠΙΕΙΟΝ
Transliteration A: Olympieîon Transliteration B: Olympieion Transliteration C: Olympieion Beta Code: *)olumpiei=on

English (LSJ)

or Ὀλυμπ-ίειον, τό,

   A temple of Olympian Zeus, Th.6.64,65,70,al. : in codd. freq. wrongly written Ὀλύμπιον, as in Pl.Phdr.227b, Arist.Pol.1313b23 ; cf. τὸ ἱερὸν Ὀλύμπιον πεντεσυλλάβως, ὡς Ἀσκληπίειον, Phot.    II Ὀλυμπίεια, τά, his festival, IG22.1496.82 (iv B. C.), 2.1291.6 (iii B. C.) :—later Ὀλυμπεῖα, ib.3.127 (ii A. D.), al.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπιεῖον: ἢ Ὀλυμπίειον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς ἐν Συρακούσαις, Θουκ. 6. 64, 65, 70, κ. ἀλλ.· ἐν Ἀθήναις, Πλάτ. Φαῖδρ. ἐν ἀρχ. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. συχνάκις φέρεται ἐσφαλμένως Ὀλύμπιον, οἷον ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 9· οὕτω παρὰ Φωτ., ὅπερ εἶναι φανερὸν σφάλμα· τὸ ἱερὸν Ὀλύμπιον πεντασυλλάβως, ὡς Ἀσκληπίειον, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 371. ΙΙ. Ὀλυμπίεια, τά, ἡ ἐορτὴ τοῦ Ὀλυμπίου Διός, Συλλ. Ἐπιγρ. 159, 19.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 le sanctuaire de Zeus Olympien, à Athènes;
2 Olympieion, bourg de Sicile, près de Syracuse.
Étymologie: Ὀλύμπιος.

Greek Monotonic

Ὀλυμπιεῖον: ή Ὀλυμπίειον, τό, ναός του Ολυμπίου Διός, σε Θουκ., Πλάτ.· λανθασμένη γραφή, Ὀλύμπιον.