ὀνώδης: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à un âne.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à un âne.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνώδης]], -ῶδες (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με όνο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, όνειος, [[γαϊδουρήσιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του όνου.
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνώδης Medium diacritics: ὀνώδης Low diacritics: ονώδης Capitals: ΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: onṓdēs Transliteration B: onōdēs Transliteration C: onodis Beta Code: o)nw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A ass-like, of persons, Arist.Phgn.812a10, Phld.Rh. 1.6 S. (Sup.); ὀ. φιλοπλουτία Plu.2.525e ; of colour, ib.362f.

German (Pape)

[Seite 351] ες, = ὀνοειδής; Arist. physiogn. 6; Plut. Is. et Os. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνώδης: ες,= ὀνοειδής, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 31, Πλούτ. 2. 362F, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble à un âne.
Étymologie: ὄνος, -ωδης.

Greek Monolingual

ὀνώδης, -ῶδες (Α) όνος
1. αυτός που μοιάζει με όνο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, όνειος, γαϊδουρήσιος
3. αυτός που έχει το χρώμα του όνου.