παλίμπλαγκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui erre en revenant sur ses pas, errant.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλάζω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui erre en revenant sur ses pas, errant.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλίμπλαγκτος]], -ον (Α) [[παλιμπλάζομαι]]<br />αυτός που οδηγεί [[προς]] τα [[πίσω]] ή αυτός που επιστρέφει [[πίσω]] («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», <b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A back-driven, δρόμοι A.Pr.838.
German (Pape)
[Seite 448] hin und wieder irrend, zurückkehrend, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, Aesch. Prom. 840.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπλαγκτος: -ον, ὁ ὀπίσω πλανώμενος, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, ὀπισθορμήτοις δρόμοις, Αἰσχύλ. Πρ. 838.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui erre en revenant sur ses pas, errant.
Étymologie: πάλιν, πλάζω.
Greek Monolingual
παλίμπλαγκτος, -ον (Α) παλιμπλάζομαι
αυτός που οδηγεί προς τα πίσω ή αυτός που επιστρέφει πίσω («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», Αισχύλ.).