ὀψωνέω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire des provisions de bouche, <i>particul.</i> de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψώνης]].
|btext=-ῶ :<br />faire des provisions de bouche, <i>particul.</i> de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψώνης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀψωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αγοράζω]] ψάρι και λιχουδιές, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψωνέω Medium diacritics: ὀψωνέω Low diacritics: οψωνέω Capitals: ΟΨΩΝΕΩ
Transliteration A: opsōnéō Transliteration B: opsōneō Transliteration C: opsoneo Beta Code: o)ywne/w

English (LSJ)

   A buy fish and other dainties, ὀψωνεῖν ἔοιχ' ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι Ar.V.495: c. acc., τριχίδας ὀ. Eup.154; καρκίνους Ar.V.1506; ὑπογάστρια Antiph.192.1, etc.: generally, buy victuals, cater, X.Mem.3.14.1: prov., Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας ap.Plu.2.709a.

German (Pape)

[Seite 434] Zukost, Fische einkaufen; Ar. Vesp. 495. 1506; Eubul. bei Ath. III, 108 d; ἐπαύοντο πολλοῦ ὀψωνοῦντες, Xen. Mem. 3, 14, 1. Sprichwörtlich Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας, Plut. Symp. 7, 5; die Beziehung auf Fische ist recht deutlich in Antiphan. bei Ath. VI, 224 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνέω: ἀγοράζω τὰ πρὸς τροφὴν ἀναγκαῖα, κοινῶς «ψωνίζω», κυρίως δὲ ἰχθῦς, ὀψωνεῖν ἔοιχ’ ἄνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι Ἀριστοφ. Σφ. 495· μετ’ αἰτ., τριχίδας ὀψ. Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 16· καρκίνους Ἀριστοφ. Σφ. 1506· ὑπογάστρια Ἀντιφάνης ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· ― καθόλου, ἀγοράζω τρόφιμα, «ψωνίζω», Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1· παροιμ., Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας παρὰ Πλουτ. 2. 709Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire des provisions de bouche, particul. de poisson.
Étymologie: ὀψώνης.

Greek Monotonic

ὀψωνέω: μέλ. -ήσω, αγοράζω ψάρι και λιχουδιές, σε Αριστοφ., Ξεν.