πεντηκόντορος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />à cinquante rames ; <i>abs.</i> navire à cinquante rames.<br />'''Étymologie:''' [[πεντήκοντα]], ἄρω.
|btext=ου (ὁ) :<br />à cinquante rames ; <i>abs.</i> navire à cinquante rames.<br />'''Étymologie:''' [[πεντήκοντα]], ἄρω.
}}
{{grml
|mltxt=η / και [[πεντηκόντερος]], ΝΑ<br />(στην αρχαία [[Ελλάδα]]) παλαιότερος [[τύπος]], φορτηγού [[κυρίως]], πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιήθηκε [[πριν]] από την [[καθιέρωση]] της τριήρους και το οποίο ήταν μακρύ [[σκαρί]], δεν είχε [[κατάστρωμα]], ενώ σε [[κάθε]] [[πλευρά]] του υπήρχαν 25 [[κουπιά]] που τά χειρίζονταν ισάριθμοι κωπηλάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορος</i> / -<i>ερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τριακόντ</i>-<i>ορος</i> / -<i>ερος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκόντορος Medium diacritics: πεντηκόντορος Low diacritics: πεντηκόντορος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΟΡΟΣ
Transliteration A: pentēkóntoros Transliteration B: pentēkontoros Transliteration C: pentikontoros Beta Code: penthko/ntoros

English (LSJ)

   A v. πεντηκόντερος.

German (Pape)

[Seite 558] ἡ, mit u. ohne ναῦς, ein Funfzigruderer; Pind. P. 4, 245; Eur. I. T. 1124 Hel. 1428; Thuc. 1, 14. 6, 43; Folgde, wie Pol. 1, 20, 14. S. πεντηκόντερος.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκόντορος: (ἐξυπ. ναῦς), ἡ, πλοῖον φορτηγὸν μὲ πεντήκοντα κώπας, Πίνδ. Π. 4. 436, Εὐρ. Ι. Τ. 1124, Θουκ. 4. 14, κτλ. παρ’ Ἡροδ. φέρεται πεντηκόντερος, 1. 152, 163, 164., 3. 41, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐν 3. 124., 6. 138, ἀντίγραφά τινα φέρουσι πεντηκόντορος, καὶ ὁ τύπος οὗτος εὑρίσκεται ἐν τῷ Παρίῳ Χρον. (Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 15), πρβλ. τριακόντορος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à cinquante rames ; abs. navire à cinquante rames.
Étymologie: πεντήκοντα, ἄρω.

Greek Monolingual

η / και πεντηκόντερος, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) παλαιότερος τύπος, φορτηγού κυρίως, πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιήθηκε πριν από την καθιέρωση της τριήρους και το οποίο ήταν μακρύ σκαρί, δεν είχε κατάστρωμα, ενώ σε κάθε πλευρά του υπήρχαν 25 κουπιά που τά χειρίζονταν ισάριθμοι κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -ορος / -ερος (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. τριακόντ-ορος / -ερος].