πιδακώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> rempli de sources;<br /><b>2</b> fécond, fertile.<br />'''Étymologie:''' [[πῖδαξ]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> rempli de sources;<br /><b>2</b> fécond, fertile.<br />'''Étymologie:''' [[πῖδαξ]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες, Α<br />[[πίδαξ</i>, -<i>ακος]]<br /><b>1.</b> [[πιδακόεις]], [[γεμάτος]] από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πιδακώδης]] [[σάρξ]]»<br />(για τους μαστούς της γυναίκας) [[σάρκα]] που αναβλύζει το [[γάλα]] σαν [[πηγή]] (<b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδᾰκώδης Medium diacritics: πιδακώδης Low diacritics: πιδακώδης Capitals: ΠΙΔΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: pidakṓdēs Transliteration B: pidakōdēs Transliteration C: pidakodis Beta Code: pidakw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A full of springs, τόποι Plu.Aem.14 ; π. σάρξ, of a woman's breasts, Id.2.496a.

German (Pape)

[Seite 612] ες, quellenreich; τόποι, Plut. Aemil. 14; σάρξ, das quellige, an Saftgefäßen reiche Fleisch der Brust, de amor. prol. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδᾰκώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης πιδάκων ἢ πηγῶν, τόποι Πλουτ. Αἰμίλ. 14· π. σάρξ, ἐπὶ τῶν μαστῶν γυναικός, ὁ αὐτ. 2. 496Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 rempli de sources;
2 fécond, fertile.
Étymologie: πῖδαξ, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες, Α
[[πίδαξ, -ακος]]
1. πιδακόεις, γεμάτος από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», Πλούτ.)
2. φρ. «πιδακώδης σάρξ»
(για τους μαστούς της γυναίκας) σάρκα που αναβλύζει το γάλα σαν πηγή (Πλούτ.).