πολυκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très courbé, très sinueux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κάμπτω]].
|btext=ής, ές :<br />très courbé, très sinueux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κάμπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές καμπές, πολλές στροφές<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] διανθίσματα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυκαμπές</i><br />η [[ιδιότητα]] του κισσού να κάμπτεται σε [[πολλά]] [[σημεία]] και να περιελίσσεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαθυ</i>-<i>καμπής</i>, <i>οξυ</i>-<i>καμπής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκαμπής Medium diacritics: πολυκαμπής Low diacritics: πολυκαμπής Capitals: ΠΟΛΥΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: polykampḗs Transliteration B: polykampēs Transliteration C: polykampis Beta Code: polukamph/s

English (LSJ)

ές,

   A with many curves, Thphr.Sens.65, CP6.10.3, AP6.297 (Phan.), etc.; τὸ π. (sc. τοῦ κισσοῦ) Plu.2.649b; of a zigzag route, ib.615c: metaph. of music, with many flourishes, π. μέλη Phrynisap.Poll.4.66.

German (Pape)

[Seite 663] ές, = Folgdm; ἰξύς, Phani. 4 (VI, 297); τὸ ποικίλον καὶ πολυκαμπὲς τῆς περιόδου, Plut. Symp. 1, 1, 5 a. E., u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαμπής: -ές, = τῷ ἑπομ., Θεοφρ. π. Αἰσθ. 65, Ἀνθ. Π. 6. 297, κτλ.· τὸ π. τοῦ κισσοῦ Πλούτ. 2. 649Β· μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, αὐτόθι 615C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très courbé, très sinueux.
Étymologie: πολύς, κάμπτω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολλές στροφές
2. μουσ. αυτός που έχει πολλά διανθίσματα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυκαμπές
η ιδιότητα του κισσού να κάμπτεται σε πολλά σημεία και να περιελίσσεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ-καμπής, οξυ-καμπής].