πολύχους: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att., v.</i> [[πολύχοος]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att., v.</i> [[πολύχοος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν, και [[πολύχοος]], και [[πουλύχοος]], -οον, ή πολυχόοος, -όον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χύνει ή που παράγει [[πολλά]]<br /><b>2.</b> (για καρπούς, [[σπαρτά]] και ζώα) [[γόνιμος]] («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που υπάρχει σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], αυτός που μπορεί να διαχυθεί και να λάβει [[μεγάλη]] [[έκταση]], [[άφθονος]] («[[πολύχους]] [[κόπρος]]», Ηράκλ.)<br /><b>4.</b> [[πολυειδής]], [[ποικίλος]] («πολύχουν τὸ τῶν φυτῶν [[γένος]]», Θεόφρ.)<br /><b>5.</b> [[συχνός]], [[συνήθης]], όχι [[σπάνιος]] («πολύχουν [[κακία]], σπάνιον δ' ἡ [[ἀρετή]]», Φίλ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (για συγγραφέα ή ρήτορα) [[γόνιμος]] («τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος», Φιλόδ.)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύχουν</i> και <i>πολύχοον</i> ἡ <i>πολυχόον</i><br />η [[ποικιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χόος]] / [[χοῦς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-[[χους]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
contr. att., v. πολύχοος.
Greek Monolingual
-ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, -οον, ή πολυχόοος, -όον, Α
1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά
2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.)
3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να διαχυθεί και να λάβει μεγάλη έκταση, άφθονος («πολύχους κόπρος», Ηράκλ.)
4. πολυειδής, ποικίλος («πολύχουν τὸ τῶν φυτῶν γένος», Θεόφρ.)
5. συχνός, συνήθης, όχι σπάνιος («πολύχουν κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή», Φίλ.)
6. μτφ. (για συγγραφέα ή ρήτορα) γόνιμος («τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος», Φιλόδ.)
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύχουν και πολύχοον ἡ πολυχόον
η ποικιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. ολιγό-χους].