προκηρυκεύομαι: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire annoncer par un héraut.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κηρυκεύω]]. | |btext=faire annoncer par un héraut.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κηρυκεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κοινοποιώ]], [[γνωστοποιώ]] [[δημόσια]] διά μέσου κήρυκα<br /><b>2.</b> [[διαπραγματεύομαι]] διά μέσου κήρυκα («προκηρυκεύεσθαι περὶ σπονδῶν», Ανδοκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηρυκεύω]] «[[γνωστοποιώ]], [[διακηρύσσω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A have proclaimed by herald, give public notice, Is.Fr.162. 2 negotiate by herald, περὶ σπονδῶν And.3.3; πρός τινας Aeschin.2.172.
German (Pape)
[Seite 730] dep. med., durch den Herold ausrufen od. verkündigen lassen, Isae. bei Poll. 4, 94; περὶ σπονδῶν, Unterhandlungen anknüpfen, Andoc. 3, 3; πρός τινα, Aesch. 2, 172; D. Cass. oft.
Greek (Liddell-Scott)
προκηρῡκεύομαι: ἀποθ., προκηρύσσω διὰ κήρυκος, δημοσίᾳ ἀναγγέλλω, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 94· διὰ κήρυκος διαπραγματεύομαι, περί τινος Ἀνδοκ. 23. 45· πρός τινα Αἰσχίν. 51. 14.
French (Bailly abrégé)
faire annoncer par un héraut.
Étymologie: πρό, κηρυκεύω.
Greek Monolingual
Α
1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ δημόσια διά μέσου κήρυκα
2. διαπραγματεύομαι διά μέσου κήρυκα («προκηρυκεύεσθαι περὶ σπονδῶν», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηρυκεύω «γνωστοποιώ, διακηρύσσω»].