προθαλής: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui croît vite.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[θάλλω]].
|btext=ής, ές :<br />qui croît vite.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[θάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]] «[[βλαστάνω]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθᾰλής Medium diacritics: προθαλής Low diacritics: προθαλής Capitals: ΠΡΟΘΑΛΗΣ
Transliteration A: prothalḗs Transliteration B: prothalēs Transliteration C: prothalis Beta Code: proqalh/s

English (LSJ)

ές, (θάλλω)

   A early growing, precocious, h.Cer.241.

German (Pape)

[Seite 723] ές, vorzüglich od. ungewöhnlich wachsend, H. h. Cer. 242.

Greek (Liddell-Scott)

προθᾰλής: -ές, (θάλλω) ὁ θάλλων πρωΐμως, αὐξανόμενος, ἀναπτυσσόμενος προώρως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 242.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui croît vite.
Étymologie: πρό, θάλλω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θαλής (< θάλλω «βλαστάνω»)].