προσπορίζω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=procurer <i>ou</i> fournir [en outre], acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πορίζω]].
|btext=procurer <i>ou</i> fournir [en outre], acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πορίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[παρέχω]], [[προμηθεύω]] σε κάποιον [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσπορίζομαι</i><br />[[προμηθεύομαι]], [[λαμβάνω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) <i>προσπορισθέν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπινοηθέν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πορίζω]] «[[φέρω]], [[τροφοδοτώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]])].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπορίζω Medium diacritics: προσπορίζω Low diacritics: προσπορίζω Capitals: ΠΡΟΣΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: prosporízō Transliteration B: prosporizō Transliteration C: prosporizo Beta Code: prospori/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ,

   A procure or supply besides, X.Mem.3.6.5, D.4.29; αὐτοὶ παρ' αὑτῶν ἕτερα (sc. κακά) -πορίζομεν Men.534.8; π. τινὶ τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν acquire for one the actio and obligatio of the transaction, POxy.133.6 (vi A.D.):—Pass., Aen.Tact.11.3 (sed leg. προπ-) ; τὰ -ιζόμενα ἐκ τοῦ λουτροῦ the income from... PFlor.384.35 (v A.D.).    2 Math., add, in Pass., Arist.Mete.376a14, Iamb. in Nic.p.47P.

German (Pape)

[Seite 779] noch dazu verschaffen; Xen. Mem. 3, 6, 5; προσποριεῖ τὰ λοιπὰ αὐτὸ τὸ στράτευμα ἀπὸ τοῦ πολέμου, Dem. 4, 29, – in der Dialektik = im Beweise eines Lehrsatzes aus dem Bewiesenen folgern und dazunehmen, wie adsumere, Arist. meteorl. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προσπορίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, πορίζω προσέτι, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 5, Δημ. 48. 9. 2) ἐν τῇ λογικῇ λαμβάνω ὡς δεδομένον προσέτι, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν», καὶ κατὰ Σουΐδ. καὶ Φώτ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν, προσοδευθέν».

French (Bailly abrégé)

procurer ou fournir [en outre], acc..
Étymologie: πρός, πορίζω.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. παρέχω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι επί πλέον
2. μέσ. προσπορίζομαι
προμηθεύομαι, λαμβάνω κάτι επιπροσθέτως
αρχ.
1. μαθημ. προσθέτω
2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) προσπορισθέν
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπινοηθέν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορίζω «φέρω, τροφοδοτώ» (< πόρος)].