σιδηροτομέω: Difference between revisions
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />couper avec du fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[τέμνω]]. | |btext=-ῶ :<br />couper avec du fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[τέμνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῐδηροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τέμνω]]), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο [[εργαλείο]], με [[ξίφος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A cut or cleave with iron, ib.311 (Id.).
German (Pape)
[Seite 880] mit Eisen schneiden, spalten, Philp. 34 (IX, 311).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροτομέω: κόπτω, τέμνω, χωρίζω, σχίζω διὰ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 9. 311.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper avec du fer.
Étymologie: σίδηρος, τέμνω.
Greek Monotonic
σῐδηροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο εργαλείο, με ξίφος, σε Ανθ.