σιτηρέσιον: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fourniture en vivres <i>ou</i> en argent ; solde : [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον PLUT <i>à Rome</i> allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (<i>lat.</i> tessera frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σιτηρός]].
|btext=ου (τό) :<br />fourniture en vivres <i>ou</i> en argent ; solde : [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον PLUT <i>à Rome</i> allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (<i>lat.</i> tessera frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σιτηρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτηρέσιον:''' τό, προμήθειες, τρόφιμα, [[ιδίως]] λέγεται για το [[επίδομα]] σίτησης που χορηγείτο στους στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· στη [[Ρώμη]], [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον, η μηνιαία [[χορήγηση]] σίτου στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, Λατ. [[tessera]] frumentia, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηρέσιον Medium diacritics: σιτηρέσιον Low diacritics: σιτηρέσιον Capitals: ΣΙΤΗΡΕΣΙΟΝ
Transliteration A: sitērésion Transliteration B: sitēresion Transliteration C: sitiresion Beta Code: sithre/sion

English (LSJ)

τό,

   A provision-money, X.An.6.2.4; δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σ. λαμβάνει D.4.28; ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. Id.50.53; ἐργώναις σ. IG42(1).103.168 (Epid., iv B.C.): generally, allowance, pension, PLond.3.955.10 (iii A.D.); annuity purchased, Milet.3.147.44 (iii B.C.); at Rome, σ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. frumentatio, Plu.Caes.8, cf. 57, Crass.2, Cat.Mi.26; cf. σιτοδοτέω.

German (Pape)

[Seite 885] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα δέκα ἕκαστος τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηρέσιον: τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, μάλιστα δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· δέκα ἕκαστος τοῦ μηνὸς δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος σῖτος εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. σιτοδοτέω.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fourniture en vivres ou en argent ; solde : σιτηρέσιον ἔμμηνον PLUT à Rome allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (lat. tessera frumentaria).
Étymologie: σιτηρός.

Greek Monotonic

σῑτηρέσιον: τό, προμήθειες, τρόφιμα, ιδίως λέγεται για το επίδομα σίτησης που χορηγείτο στους στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· στη Ρώμη, σιτηρέσιον ἔμμηνον, η μηνιαία χορήγηση σίτου στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, Λατ. tessera frumentia, σε Πλούτ.