σκιρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />dur, endurci.<br />'''Étymologie:''' [[σκῖρος]].
|btext=ά, όν :<br />dur, endurci.<br />'''Étymologie:''' [[σκῖρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α [[σκῑρος]]<br /><b>1.</b> (για βαμμένο σίδηρο) [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[καρκινοειδής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο ή θεό) [[σκληρός]], [[ανήλεος]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑρός Medium diacritics: σκιρός Low diacritics: σκιρός Capitals: ΣΚΙΡΟΣ
Transliteration A: skirós Transliteration B: skiros Transliteration C: skiros Beta Code: skiro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A hard, of tempered iron, Sch.S.Aj.651; cancerous, νοσήματα Them.Or.8.110c: metaph., σκιροὺς θεούς (v.l. for σκληροὺς) Plu.2.421d (ap. Eus.PE5.5, σκιρροὺς ap. Theodoret.); σ. γέροντες dub. cj. for σκληροὶ in Longus 2.14.

German (Pape)

[Seite 900] statt σκιῤῥός, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σκιρός: ἢ σκιρρός (ἴδε σκῖρος ἐν τέλει), ά, όν, σκληρός, νοσήματα Θεμίστ. 110C· μεταφορ. σκιρροί θεοὶ (διάφορ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ σκληροὶ) Πλούτ. 2. 421 Ε, παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 1881)· γέροντες Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 364.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
dur, endurci.
Étymologie: σκῖρος.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α σκῑρος
1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός
2. (για νόσο) καρκινοειδής
3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος.