συνοικήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui habite <i>ou</i> vit avec.<br />'''Étymologie:''' [[συνοικέω]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui habite <i>ou</i> vit avec.<br />'''Étymologie:''' [[συνοικέω]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α<br />[[συγκάτοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συνοικῶ</i> «[[συγκατοικώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοσμή</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικήτωρ Medium diacritics: συνοικήτωρ Low diacritics: συνοικήτωρ Capitals: ΣΥΝΟΙΚΗΤΩΡ
Transliteration A: synoikḗtōr Transliteration B: synoikētōr Transliteration C: synoikitor Beta Code: sunoikh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, = foreg.,

   A ξ. ἐμοί A.Eu.833.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].