τρισμός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />petit bruit aigu.<br />'''Étymologie:''' [[τρίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />petit bruit aigu.<br />'''Étymologie:''' [[τρίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τρίζω]]<br />ο [[τριγμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τονικός]] [[σπασμός]] τών μασητήριων [[μυών]], ο [[οποίος]] προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού [[δυσκολία]] στη [[διάνοιξη]] τών [[γνάθων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. τριγμός.
Greek (Liddell-Scott)
τρισμός: ἴδε ἐν λεξ. τριγμός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit bruit aigu.
Étymologie: τρίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τρίζω
ο τριγμός
νεοελλ.
τονικός σπασμός τών μασητήριων μυών, ο οποίος προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού δυσκολία στη διάνοιξη τών γνάθων.