συνεπιχειρέω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />attaquer ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιχειρέω]].
|btext=-ῶ :<br />attaquer ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιχειρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιχειρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική [[επιχείρηση]] από κοινού, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιχειρέω Medium diacritics: συνεπιχειρέω Low diacritics: συνεπιχειρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΧΕΙΡΕΩ
Transliteration A: synepicheiréō Transliteration B: synepicheireō Transliteration C: synepicheireo Beta Code: sunepixeire/w

English (LSJ)

   A make an attempt together upon, πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Plb.3.84.1.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιχειρέω: ἐπιχειρῶ ὁμοῦ, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, συνεπεχείρει πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Πολύβ. 3. 84. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
attaquer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιχειρέω.

Greek Monotonic

συνεπιχειρέω: μέλ. -ήσω, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική επιχείρηση από κοινού, σε Πολύβ.