τραγοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à jambes <i>ou</i> à pieds de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[σκέλος]].
|btext=ής, ές :<br />à jambes <i>ou</i> à pieds de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[σκέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Πανός) αυτός που έχει σκέλη τράγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>σκελής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγοσκελής Medium diacritics: τραγοσκελής Low diacritics: τραγοσκελής Capitals: ΤΡΑΓΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: tragoskelḗs Transliteration B: tragoskelēs Transliteration C: tragoskelis Beta Code: tragoskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A goat-shanked, applied to Pan, Hdt.2.46, Duris 21 J., Luc.DDeor.22.2, App.Anth.6.191, etc.

German (Pape)

[Seite 1133] ές, bocksschenkelig, -füßig; Pan, Her. 2, 46; Luc. D. D. 22, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοσκελής: -ές, ὁ ἔχων τράγου σκέλη, ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἡρόδ. 2. 46, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 2, Ὕμν. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 124Β, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à jambes ou à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που έχει σκέλη τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ιππο-σκελής].