τρεπτός: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />tournant, changeant, variable.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]]. | |btext=ή, όν :<br />tournant, changeant, variable.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[τρέπω]]<br />ο [[δεκτικός]] μεταβολής, ο [[μεταβλητός]] («τρεπτὴν [[εἶναι]] τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A liable to be turned or changed, Arist.Mu.392a33, S.E.M.7.434, etc.; εἰς ἄλληλα Placit.1.17.4. 2 liable to be turned, of persons, Ph.1.648; θεοί Them.Or.7.98c.
Greek (Liddell-Scott)
τρεπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., ὁ δυνάμενος νὰ τραπῇ, ἢ νὰ μεταβληθῇ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10· τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 434, Πλούτ., κλπ.· τρεπτὰ εἰς ἄλληλα Πλούτ. 2. 883Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tournant, changeant, variable.
Étymologie: τρέπω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ τρέπω
ο δεκτικός μεταβολής, ο μεταβλητός («τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.).