ὑποπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=aller à la dérobée sous, se glisser sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πορεύω]].
|btext=aller à la dérobée sous, se glisser sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πορεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[πορεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] [[κρυφά]] («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πορεύομαι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπορεύομαι Medium diacritics: ὑποπορεύομαι Low diacritics: υποπορεύομαι Capitals: ΥΠΟΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hypoporeúomai Transliteration B: hypoporeuomai Transliteration C: ypoporeyomai Beta Code: u(poporeu/omai

English (LSJ)

   A go secretly, Plu.Tim.18; διὰ τῶν ὑπονόμων Id.Cam. 5.

German (Pape)

[Seite 1229] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπορεύομαι: πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι ὑποκάτω, διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.

French (Bailly abrégé)

aller à la dérobée sous, se glisser sous.
Étymologie: ὑπό, πορεύω.

Greek Monolingual

Α πορεύομαι
1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.)
2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.).