ὑπτίασμα: Difference between revisions
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées <i>(attitude des suppliants)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπτιάζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées <i>(attitude des suppliants)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπτιάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α [[ὑπτιάζω]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) α) [[πτώμα]]<br />β) [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια [[στάση]] τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (<b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is laid back, ὑπτιάσματα χερῶν attitudes of supplication with hands upstretched, A.Pr.1005; ὑ. κειμένου πατρός his father's body as it lies supine, Id.Ag.1285.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπτίασμα: τό, τὸ κείμενον ὕπτιον, ὑπτιάσματα χερῶν, στάσις ὑπτία, στάσις τῶν χειρῶν ἱκετεύοντος, Λατ. supinis manibus, Αἰσχύλ. Πρ. 1005· τὸ πτῶμα, ὁ θάνατος, ὑπτίασμα κειμένου πατρός, τὸ σῶμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τὸ κείμενον ὕπτιον, δηλ. ὁ θάνατος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγαμ. 1284.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées (attitude des suppliants).
Étymologie: ὑπτιάζω.
Greek Monolingual
-άσματος, τὸ, Α ὑπτιάζω
(ποιητ. τ.)
1. καθετί που βρίσκεται σε ύπτια θέση
2. (κατ' επέκτ.) α) πτώμα
β) θάνατος
3. φρ. «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια στάση τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (Αισχύλ.).