χρυσοειδής: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à de l’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à de l’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[χρυσειδής]] Α<br />όμοιος με χρυσό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το χρυσοειδές</i><br />[[χρώμα]] που χρυσίζει («τὸ χρυσοειδὲς γίνεται, [[ὅταν]] τὸ ξανθὸν καὶ τὸ ἡλιῶδες πυκνωθὲν ἰσχυρῶς στίλβῃ», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοειδής Medium diacritics: χρυσοειδής Low diacritics: χρυσοειδής Capitals: ΧΡΥΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chrysoeidḗs Transliteration B: chrysoeidēs Transliteration C: chrysoeidis Beta Code: xrusoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like gold, γῆ Pl.Phd. 110c; χρῶμα X.Cyr.7.1.2, cf. Thphr.HP6.3.5; μέλι Arist.HA627a2; κόμη Plu.2.771b; of a kind of jaundice, Hp. ap. Herod.Med(?). in Rh.Mus.49.554.

German (Pape)

[Seite 1380] ές, goldartig, goldähnlich; γῆ Plat. Phaed. 110 e; χρῶμα Xen. Cyr. 7, 1,1; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοειδής: -ές, ὅμοιος χρυσῷ, γῆ Πλάτ. Φαίδων 110C· χρῶμα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 2· μέλι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· κόμη Πλούτ. 2. 771Β. - Ἐπίρρ. -δῶς, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σελ. 81, 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à de l’or.
Étymologie: χρυσός, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και χρυσειδής Α
όμοιος με χρυσό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το χρυσοειδές
χρώμα που χρυσίζει («τὸ χρυσοειδὲς γίνεται, ὅταν τὸ ξανθὸν καὶ τὸ ἡλιῶδες πυκνωθὲν ἰσχυρῶς στίλβῃ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ειδής].