χάλυβος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(Bailly1_5)
(46)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[χάλυψ]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[χάλυψ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[χάλυψ]], -<i>υβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Χάλυβες]], λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλυβος Medium diacritics: χάλυβος Low diacritics: χάλυβος Capitals: ΧΑΛΥΒΟΣ
Transliteration A: chálybos Transliteration B: chalybos Transliteration C: chalyvos Beta Code: xa/lubos

English (LSJ)

v. sq. 11.

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, poet. statt χάλυψ, Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 710.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. χάλυψ.

Greek Monolingual

-ον, Α χάλυψ, -υβος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες, λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.