φάγιλος: Difference between revisions
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />agneau <i>ou</i> chevreau en état d’être mangé.<br />'''Étymologie:''' [[φαγεῖν]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />agneau <i>ou</i> chevreau en état d’être mangé.<br />'''Étymologie:''' [[φαγεῖν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[φαγηλός]], ὁ, Α<br />μικρό [[αρνί]] που έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε να μπορεί να φαγωθεί, [[αρνάκι]] του γάλακτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αόρ. β' του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιλο</i>-<i>ς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πτ</i>-<i>ίλο</i>-<i>ν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A a lamb, either when it begins to be eatable or to eat alone, Arist.Fr.507; written φαγηλός, φαναός in Hsch., φανυλός in Eust.1625.38.
German (Pape)
[Seite 1249] ὁ, ein Lamm, eine junge Ziege, eigtl. wenn es anfängt, eßbar zu werden od. allein zu fressen, Plut. qu. gr. 14 aus Arist.; auch φαγαλός u. φαγηλός geschrieben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φάγῐλος: ὁ, ἀμνὸς ὅταν καταστῇ φαγώσιμος ἢ ὅταν ἀρχίζῃ νὰ βόσκηται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 464· φέρεται φαγηλός, φαναὸς παρ’ Ἡσύχ., φανυλὸς παρ’ Εὐστ. 1625. 38.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agneau ou chevreau en état d’être mangé.
Étymologie: φαγεῖν.
Greek Monolingual
και φαγηλός, ὁ, Α
μικρό αρνί που έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε να μπορεί να φαγωθεί, αρνάκι του γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αόρ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα -ιλο-ς (πρβλ. πτ-ίλο-ν)].