διαπορθέω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(Autenrieth)
(big3_11)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten== [[διαπέρθω]], Il. 2.691†.
|auten== [[διαπέρθω]], Il. 2.691†.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[destruir]], [[saquear]] Λυρνησσόν <i>Il</i>.2.691, προτείχισμα Th.6.102, τὴν χώραν Th.8.24, Philostr.<i>VA</i> 6.5, cf. Plu.<i>Per</i>.34, τὴν πόλιν Plu.<i>Cam</i>.6, cf. D.H.8.16, 50, Lib.<i>Or</i>.6.12, τὴν κώμην <i>PMasp</i>.2.2.17 (VI d.C.), τὴν Ῥώμην Plu.<i>Num</i>.12, τὸ στρατόπεδον Plu.<i>Lys</i>.11, τὰ ἀλλήλων ref. a tierras, Philostr.<i>VA</i> 6.11, en v. pas. πρὶν τὰ ταφρεύματα διαπορθηθῆναι D.C.47.45.5, Ἑλλὰς ... διαπορθηθεῖσα ... ὑπὸ τοῦ δαίμονος Paus.7.17.1<br /><b class="num">•</b>en perf. [[estar destruido]], [[arruinado]] διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ' A.<i>Pers</i>.714, διαπεπόρθημαι, φίλοι S.<i>Ai</i>.896, διαπεπόρθηται πόλις E.<i>Hel</i>.111.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπορθέω Medium diacritics: διαπορθέω Low diacritics: διαπορθέω Capitals: ΔΙΑΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: diaporthéō Transliteration B: diaportheō Transliteration C: diaportheo Beta Code: diaporqe/w

English (LSJ)

   A = διαπέρθω, Il.2.691, Th.6.102, D.H.8.50, etc.:—Pass., to be utterly ruined, A.Pers.714, S.Aj.896 (lyr.), E.Hel.111, Paus.7.17.1, D.C.47.45.

Greek (Liddell-Scott)

διαπορθέω: διαπέρθω, Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ruiner de fond en comble, saccager, détruire.
Étymologie: διά, πορθέω.

English (Autenrieth)

= διαπέρθω, Il. 2.691†.

Spanish (DGE)

destruir, saquear Λυρνησσόν Il.2.691, προτείχισμα Th.6.102, τὴν χώραν Th.8.24, Philostr.VA 6.5, cf. Plu.Per.34, τὴν πόλιν Plu.Cam.6, cf. D.H.8.16, 50, Lib.Or.6.12, τὴν κώμην PMasp.2.2.17 (VI d.C.), τὴν Ῥώμην Plu.Num.12, τὸ στρατόπεδον Plu.Lys.11, τὰ ἀλλήλων ref. a tierras, Philostr.VA 6.11, en v. pas. πρὶν τὰ ταφρεύματα διαπορθηθῆναι D.C.47.45.5, Ἑλλὰς ... διαπορθηθεῖσα ... ὑπὸ τοῦ δαίμονος Paus.7.17.1
en perf. estar destruido, arruinado διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ' A.Pers.714, διαπεπόρθημαι, φίλοι S.Ai.896, διαπεπόρθηται πόλις E.Hel.111.