κάλλιπε: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[καταλείπω]].
|auten=see [[καταλείπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάλλῐπε:''' Επικ. αντί <i>κατέλιπε</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[καταλείπω]]· καλλιπέειν, Επικ. απαρ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλῐπε Medium diacritics: κάλλιπε Low diacritics: κάλλιπε Capitals: ΚΑΛΛΙΠΕ
Transliteration A: kállipe Transliteration B: kallipe Transliteration C: kallipe Beta Code: ka/llipe

English (LSJ)

Ep. for κατέλιπε, inf. καλλιπέειν,

   A v. καταλείπω.

German (Pape)

[Seite 1310] d. i κατέλιπε.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλῐπε: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κατέλιπε, ἀπαρ. καλλιπέειν, ἴδε καταλείπω.

English (Autenrieth)

see καταλείπω.

Greek Monotonic

κάλλῐπε: Επικ. αντί κατέλιπε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταλείπω· καλλιπέειν, Επικ. απαρ.