ἔρειο: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(Autenrieth)
(4)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ἔρομαι]].
|auten=see [[ἔρομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔρειο:''' Επικ. αντί [[ἐροῦ]], προστ. του [[ἔρομαι]].
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἔρειο: Ἐπ. προστ. τοῦ ἔρομαι (ἐρωτῶ), Ἰλ. Λ. 611.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. de ἔρομαι.

English (Autenrieth)

see ἔρομαι.

Greek Monotonic

ἔρειο: Επικ. αντί ἐροῦ, προστ. του ἔρομαι.