χαλκεύω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(Autenrieth) |
(sl1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=only ipf., χάλκευον, 1 [[wrought]], Il. 18.400†. | |auten=only ipf., χάλκευον, 1 [[wrought]], Il. 18.400†. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[χαλκεύω]]<br /> <b>1</b>[[forge]] met. ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν (P. 1.86) ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 17 August 2017
English (LSJ)
A make of copper or bronze or (generally) of metal, forge, δαίδαλα πολλά Il.18.400; ξίφος S.Aj.1034, etc.; τὸν χαλκέα αὐτὸν χ. work him on the anvil, Pl.Euthd.301d: metaph., ἀψευδεῖ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Pi.P.1.86: in Med. sense, πέδας χαλκεύεται αὑτῷ Thgn.539; χαλκεύεσθε μηνίσκους φορεῖν Ar.Av.1114 (troch.); ἐχαλκεύσατο κράνη . . ὁλοσίδηρα Plu.Cam.40:—Pass., to be wrought or forged, ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται Pi.Fr.123.4; ἀφ' ὁπόσων ταλάντων κεχ. at the cost of... Luc.JTr.11; τῶν κεχαλκευμένων πρὸς ἀπώλειαν ὅπλων D.S.17.58: metaph., ἐπὶ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται [ταῦτα] these arms are being forged against... Ar.Eq.469; also of the victims in Phalaris' bull, Phalar.Ep.113. II abs., to be a smith, Ar.Pl.163,513 (anap.), Th.3.88, Pl.R.396a; τὸ χαλκεύειν the smith's art, X.Mem.4.2.22.
German (Pape)
[Seite 1330] 1) trans., in od. aus Erz, Kupfer od. Metall arbeiten, schmieden; Il. 18, 400; ἆρ' οὐκ Ἐρινὺς τοῦτ' ἐχάλκευσε ξίφος Soph. Ai. 1013; med., πέδας χαλκεύεται αὐτῷ Theogn. 519, wie Plut. Cam. 40; – übtr., γλῶσσαν Pind. P. 1, 86. – 2) intrans., ein Schmied sein; Ar. Plut. 163. 513; Plat. Legg. VIII, 846 e u. öfter; Thuc. 3, 88; Xen. Mem. 4, 2,22; Pol. 10, 20, 6 u. Sp., wie Luc. abdic. 22.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεύω: κατασκευάζω ἐκ χαλκοῦ, ἢ (καθόλου) ἐκ μετάλλου, κατεργάζομαι διὰ τοῦ πυρὸς καὶ τῆς σφύρας, δαίδαλα πολλὰ Ἰλ. Σ. 400· ξίφος Σοφ. Αἴ. 1034, Πλάτ., κλπ.· ἐὰν τὸν χαλκέα τις αὐτὸν χαλκεύσῃ Πλάτ. Εὐθύδ. 301D· μεταφορ., ἀψευδεῖ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Πινδ. Π. 1. 167· ― ἐπὶ μέσης ἀκριβῶς σημασίας, πέδας χαλκεύεται αὐτῷ Θέογν. 539· χαλκεύεσθαι μηνίσκους φορεῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1114· ἐχαλκεύσατο κράνη... ὁλοσίδηρα Πλουτ. Κάμιλ. 40. ― Παθ., κατεργάζομαι, σφυρηλατοῦμαι, διαπλάττομαι, ἐξ ἀδάμαντος ἠὲ σιδήρου κεχάλκευται Πινδ. Ἀποσπ. 88 ἀφ’ ὁπόσων ταλάτων κεχ., ἀντὶ πόσων ταλάντων, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11· τῶν κεχαλκευμένων πρὸς ἀπώλειαν ὅπλων Διόδ. 17. 58· μεταφορ., ἐπὶ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται [[[ταῦτα]]], τὰ ὅπλα ταῦτα κατασκευάζονται ἐναντίον τῶν..., Ἀριστοφ. Ἱππ. 469. ΙΙ. ἀπολ., εἶμαι σιδηρουργός, ἐργάζομαι ὡς σιδηρουργός, χειρίζομαι τὴν σφῦραν, Ξεν. Ἀπομν. 163, 513, Θουκ. 3. 88, Πλάτ. Πολ. 396Α· τὸ χαλκεύειν, ἡ τέχνη, τὸ ἔργον τοῦ χαλκέως, τοῦ σιδηρουργοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22.
French (Bailly abrégé)
Pass. pf. κεχάλκευμαι;
1 intr. travailler le cuivre, l’airain ou le fer, être forgeron;
2 tr. travailler en cuivre, en airain ou en fer τι qch, càd fondre ou forger qch en un métal quelconque;
Moy. χαλκεύομαι (ao. ἐχαλκευσάμην);
1 se forger à soi-même, acc.;
2 faire forger τί τινι, qch pour qqn.
Étymologie: χαλκεύς.
English (Autenrieth)
only ipf., χάλκευον, 1 wrought, Il. 18.400†.
English (Slater)
χαλκεύω
1forge met. ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν (P. 1.86) ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5.