μεταμάζιος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(Autenrieth)
(25)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[between]] the paps, μαζοί, Il. 5.19†.
|auten=[[between]] the paps, μαζοί, Il. 5.19†.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταμάζιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών μαστών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταμάζιον</i><br />το [[μεταξύ]] τών μαστών [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μάζιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαζός]] «[[μαστός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>μάζιος</i>, <i>υπο</i>-<i>μάζιος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμάζιος Medium diacritics: μεταμάζιος Low diacritics: μεταμάζιος Capitals: ΜΕΤΑΜΑΖΙΟΣ
Transliteration A: metamázios Transliteration B: metamazios Transliteration C: metamazios Beta Code: metama/zios

English (LSJ)

ον, (μαζός)

   A between the breasts, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Il.5.19; τὸ μ. space between the breasts, Anacreont.16.30.

German (Pape)

[Seite 149] zwischen den Brüsten; ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον, er traf den Mann an der Brust zwischen den Warzen, Il. 5, 19; sp. D., wie Anacr. 16, 30, der substantivisch τὸ μεταμάζιον sagt.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμάζιος: -ον, (μαζὸς) ὁ μεταξὺ τῶν μαστῶν, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Ἰλ. Ε. 19· ― τὸ μετ., τὸ μεταξὺ τῶν μαστῶν μέρος, Ἀνακρεόντ. 16. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se trouve entre les seins.
Étymologie: μετά, μαζός.

English (Autenrieth)

between the paps, μαζοί, Il. 5.19†.

Greek Monolingual

μεταμάζιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον
το μεταξύ τών μαστών μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επι-μάζιος, υπο-μάζιος].